- τυφλικός
- η , ό[ν] мед. относящийся к слепой кишке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυφλικός — ή, ό, Ν [τυφλός, ό] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τυφλό έντερο 2. φρ. «τυφλικός βόθρος» ανατ. κοίλωμα κάτω από τον πυθμένα τού τυφλού εντέρου … Dictionary of Greek